- γαιόσακκος
- ο воен, мешок с землёй, песком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γαιόσακκος — ο σάκκος γεμάτος άμμο που χρησιμοποιείται σε οχυρώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαιο < γαία + σάκκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
γαία — Αρχέγονη ελληνική θεότητα, η οποία στη Θεογονία του Ησιόδου εμφανίζεται στην αρχική δημιουργία του κόσμου, αμέσως μετά το Χάος. Η Γ. γέννησε μόνη της τον Ουρανό, τον Πόντο και τα Όρη και ύστερα, με σύζυγο τον Ουρανό, τους Τιτάνες, τους Κύκλωπες… … Dictionary of Greek